- προχυτικός
- προ-χῠτικός, ή, όν,A of or for pouring, ἀγγεῖον Sch.Od.1.136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχυτικός — ή, όν, Α [προχέω] (για αγγείο) κατάλληλος για πρόχυση, για να ρίχνει κανείς νερό … Dictionary of Greek
προχυτικῷ — προχυτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)